Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

Νταρφούρ: Το τέλος μιας γενοκτονίας;




της Χριστιάννας Λούπα

«Ανακοινώνω την άνευ όρων κατάπαυση του πυρός ανάμεσα στις στρατιωτικές δυνάμεις και τις ανταρτικές οργανώσεις, υπό τον όρο ότι θα εφαρμοσθεί ένας αποτελεσματικός ελεγκτικός μηχανισμός, υπό την εποπτεία όλων των εμπλεκομένων πλευρών», δήλωσε προχθές ο πρόεδρος του Σουδάν, Ομάρ Αλ Μπεσίρ,καλώντας τις παραστρατιωτικές ομάδες, που δρουν στο δυτικό Σουδάν από το 2003, σε αφοπλισμό.

«Θα αρχίσουμε αμέσως εκστρατεία για τον αφοπλισμό των παραστρατιωτικών ομάδων και θα θέσουμε περιοριστικούς όρους στη χρήση όπλων από τις ένοπλες δυνάμεις», πρόσθεσε ο Ομαρ Αλ Μπεσίρ.

Σημαίνουν άραγε τα λόγια αυτά το τέλος της πρώτης και ανελέητης γενοκτονίας του 21ου αιώνα;

Το Νταρφούρ, άγνωστο στους πολλούς, είναι μια επαρχία του δυτικού Σουδάν, που κατοικείται από επτά εκατομμύρια περίπου ανθρώπους. Η εμφύλια σύγκρουση ξεκίνησε το 2003 με βαθύτερη αιτία την πλήρη αδιαφορία της κυβέρνησης για τα προβλήματα της περιοχής ή όπως αλλιώς θα μπορούσαμε να πούμε την έλλειψη ισορροπημένης περιφερειακής ανάπτυξης.

Όπως ήταν επόμενο οι αντάρτες του Απελευθερωτικού Στρατού του Σουδάν και του Κινήματος για Δικαιοσύνη και Ισότητα ήρθαν σε σύγκρουση με τις κυβερνητικές δυνάμεις και τους παραστρατιωτικούς Άραβες μουσουλμάνους πολιτοφύλακες, που έχουν αναδυθεί σε μία άνευ προηγουμένου γενοκτονία του πληθυσμού, με τη γνωστή εκείνη αγριότητα που διακρίνει τους φανατικούς ισλαμιστές.

Πάνω από 400.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους από την αρχή του εμφυλίου, ενώ 2,5 εκατομμύρια ξεσπιτωμένοι ζουν σε προσφυγικούς καταυλισμούς μέσα στην ανέχεια, την πείνα και τις αρρώστιες. Και σα να μην έφτανε αυτό, οι Άραβες παραστρατιωτικοί - οι Τζαντζαουίντ - κάνουν συνεχώς επιδρομές στους καταυλισμούς καταληστεύοντας οποιαδήποτε βοήθεια έχει φτάσει από ανθρωπιστικές οργανώσεις και βιάζοντας το γυναικείο πληθυσμό, αδιακρίτως ηλικίας.

Στην ανατριχιαστική έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας με τίτλο: «Σουδάν: Ο βιασμός ως όπλο πολέμου στο Νταρφούρ», αναφέρεται πως οι Άραβες χρησιμοποιούν ως όπλο το μαζικό και το δημόσιο βιασμό και πολλές φορές σπάνε τα πόδια των γυναικών, ώστε να μην μπορούν να διαφύγουν. Στο πλάι τους, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, στέκουν οι γυναίκες Τζαντζαουίντ ή Χακαμάντα και τους εμψυχώνουν στο «θεάρεστο έργο» τους τραγουδώντας: «Το αίμα των μαύρων ρέει σαν νερό, κλέβουμε τα υπάρχοντά τους, τους διώχνουμε από τις περιοχές μας και βάζουμε τις αγελάδες μας να βόσκουν στα χωράφια τους. Η ισχύς του προέδρου μας (Ομέρ Χασάν) είναι στα χέρια των Αράβων και θα σας σκοτώσουμε μέχρι τέλους, ώ μαύροι, θα σκοτώσουμε το Θεό σας».

Σύμφωνα με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα,εξ άλλου, οι άνθρωποι στην περιοχή εξαρτώνται αποκλειστικά από την ανθρωπιστική βοήθεια για να επιβιώσουν. Όμως κι αυτή δεν επαρκεί, ακόμα κι αν καταφέρει να ξεπεράσει τις δυσκολίες και να φτάσει στον προορισμό της, αφού οι λίγες Οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στο Νταρφούρ δεν μπορούν να καλύψουν τις επείγουσες ανάγκες. Λίγοι είναι αυτοί που καταφέρνουν να πάρουν επισιτιστική βοήθεια, τις λεγόμενες «μερίδες επιβίωσης». Δεν υπάρχει πόσιμο νερό, ενώ η ιλαρά αποδεκατίζει τα υποσιτισμένα κι εξασθενημένα παιδιά, αφού η πρόσβαση σε ιατρική βοήθεια είναι εξαιρετικά περιορισμένη.

Σε τι οφείλεται λοιπόν η αναλγησία της διεθνούς κοινότητας μπροστά σ’ αυτό το αποτρόπαιο και διαρκές έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, σ’ έναν τόπο ξεχασμένο από Θεό κι ανθρώπους, σ’ ένα κομμάτι γης καθημαγμένο, όπου ο Χριστός καθημερινά ξανασταυρώνεται, όπου παιδιά πεινασμένα και άρρωστα σέρνουν τη δυστυχία τους μέσα σε πρωτόγονους καταυλισμούς, όπου γυναίκες βιασμένες και συχνά στιγματισμένες και από την ίδια τη φυλή τους κλαίνε τα νεκρά παιδιά τους κι άντρες κυνηγημένοι, κουβαλώντας ίχνη βασανιστηρίων βρίσκονται σκοτωμένοι και πεταμένοι πάνω σε χέρσα καμένη γη.

Παρ’ όλες τις συμφορές που έχουν πέσει στο κεφάλι τους ωστόσο, τα παιδιά του Νταρφούρ – εκπλήσσοντας τους ανθρώπους της Unicef που τους μοιράζουν τετράδια, μολύβια και χάρακες – είναι γεμάτα χαρά που μπορούν να παρακολουθήσουν και πάλι μαθήματα στις υποτυπώδεις σχολικές αίθουσες, που κατασκευάστηκαν στους καταυλισμούς του Τσαντ, από απλά ξύλινα πλαίσια με πλαστικά φύλλα για τοίχους και οροφές.

«Η μαμά μου δεν πήγε σχολείο. Φύλαγε τα γελάδια. Τώρα με τα φοβερά που έγιναν έχασε όλα της τα ζώα και δεν της έχει μείνει τίποτα. Αν είχε πάει σχολείο, δεν θα είχε χάσει τις γνώσεις της. Να γιατί θέλω να πάω σχολείο και να μάθω να διαβάζω και να γράφω», λέει η 11χρονη Μάκκα.

Η Κάρολιν Γκέϊλ, μέχρι πρότινος επικεφαλής της ιατρικής ομάδας των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στο Σουδάν, γνώρισε ένα μικρό αγόρι 12 ετών, τον Άνταμ, που τραγουδούσε με βαθιά, συγκινητική, αλλά αποφασιστική φωνή, ένα τραγούδι που – σε πείσμα των καιρών –δείχνει πόσο τα παιδιά του Νταρφούρ θέλουν να μορφωθούν και να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους:

«Για χάρη της μαμάς – μαθαίνουμε.
Για χάρη του μπαμπά – μαθαίνουμε
Για χάρη του αδερφού – μαθαίνουμε
Για χάρη της αδερφής – μαθαίνουμε
Ακόμα κι αν καεί το σπίτι μας – κι απ’ αυτό θα πρέπει να μάθουμε
Τα χωριά μας είναι άδεια – κι απ' αυτό θα πρέπει επίσης να μάθουμε
Πρέπει να κάνουμε τις φωνές μας ν’ ακουστούν – για να μπορούμε να μάθουμε
Για χάρη του Νταρφούρ – μαθαίνουμε
Ακόμα κι αν έχει καταστραφεί το σχολείο – μαθαίνουμε
Ελπίζουμε οι σφαίρες να γίνουν κιμωλίες – μαθαίνουμε»


Αυτά συμβαίνουν εν έτει 2008, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά την ανεπάρκεια και αδυναμία του ΟΗΕ – ανάλογη με εκείνη της ΚτΕ – να χειριστεί δύσκολες καταστάσεις που ταλανίζουν τα κράτη – παρίες του πλανήτη. Επί πέντε χρόνια το θέμα φαινόταν να έχει εξελιχθεί σε μια ατέλειωτη διελκυστίνδα μεταξύ της διεθνούς κοινότητας και της κυβέρνησης του Σουδάν, που έδειχνε παντελή αδιαφορία. Και οι κραυγές απελπισίας των δύστυχων αθώων φαίνεται ότι είναι πολύ μακριά για να φτάσουν στ’ αυτιά της πολυάσχολης Ευρώπης και της Αμερικής Ο ίδιος ο Κόφι Ανάν άλλωστε, επισήμανε την απραξία που σημειώνει το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τη στιγμή που ο πλανητάρχης Μπους είχε δηλώσει ότι αυτά που συμβαίνουν στο Νταρφούρ συνιστούν γενοκτονία.

Υπάρχει άραγε Θεός για τους κατατρεγμένους;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου