Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009
Λογοτεχνία και φυλακή - της Μαρίας Μαρκαντωνάτου - εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
15/7/2007
Το έγκλημα και η τιμωρία του αποτελούσαν ανέκαθεν λογοτεχνικά θέματα. Πώς αναπαρίστανται το έγκλημα και ο σωφρονιστικός θεσμός της φυλακής στη λογοτεχνία; Προφανώς στο ερώτημα δεν δύναται να δοθεί μια καθολική ή διιστορική απάντηση. Το λογοτεχνικό έργο, ως προϊόν των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών που το δημιούργησαν, βρίσκεται σε διάλογο με αυτές, τις αντανακλά, τις αναπλάθει και τις ξεπερνά.
Κείμενο Μαρία Β. Μαρκαντωνάτου
Ένα από τα κυριότερα έργα της λογοτεχνίας της φυλακής είναι το «Έγκλημα και τιμωρία» (1866) του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821-1881), μια φιλοσοφική πραγματεία πάνω στο έγκλημα. Ίσως κανένας άλλος λογοτέχνης δεν φώτισε τόσες πολλές γωνιές του αβυσσαλέου κόσμου του εγκλήματος και δεν εμβάθυνε τόσο πολύ στην ψυχή του εγκληματία, με αυτόν τον ανθρωπιστικό τρόπο του Ντοστογιέφσκι. Η διασαλευμένη ισορροπία του Ρασκόλνικοφ βρίσκει τη λύση της στη θρησκευτική αναζήτηση, μια λύση που συνάδει με την αποστροφή του Ντοστογιέφσκι για το επερχόμενο ρασιοναλιστικό πνεύμα, το βεμπερικό «ξεμάγεμα του κόσμου». Ο άνθρωπος του Ντοστογιέφσκι είναι το θύμα της απαξίωσης του Θεού, της ηθικής απογύμνωσης που προκλήθηκε απʼ τον «θάνατο του Θεού» και του ορθολογισμού που αρχίζει να εγκαθίσταται.
Για τη συμμετοχή του στην ομάδα Πετρασέβσκι ενάντια στον τσάρο Νικόλαο Αʼ ο Ντοστογιέφσκι καταδικάστηκε το 1849 σε θάνατο. Ο τσάρος ματαίωσε στη συνέχεια την καταδίκη του και του επιβλήθηκε η ποινή των τεσσάρων ετών στα κάτεργα Ομσκ της Σιβηρίας, απʼ όπου αποφυλακίστηκε το 1854. Στα έκτοτε έργα του ο Ντοστογιέφσκι διατύπωσε στοχασμούς σχετικά με την αποτυχία των φυλακών να «αναμορφώσουν» τον έγκλειστο.
Το έγκλημα έχει στον Ντοστογιέφσκι και την έννοια της ιστορικά καινοτόμου συμπεριφοράς. Με την τιμωρία εκείνου που ορίζεται ως έγκλημα καταστέλλεται ταυτόχρονα και η διαφορετικότητα των νεοτερικών συμπεριφορών. Στον κλασικό διάλογο του Ρασκόλνικοφ με τον ανακριτή Πορφύρη Πέτροβιτς, ο Ρασκόλνικοφ προσπαθεί να διασαφηνίσει εκείνο που σε ένα άρθρο του ονόμασε «ηθικό δικαίωμα στο έγκλημα». Ο Πέτροβιτς τον κατηγορεί πως δικαιολογεί το έγκλημα και ο Ρασκόλνικοφ απαντά:
«Οι άνθρωποι μπορούν να διαιρεθούν γενικά, σύμφωνα με την ιδιοσυστασία της ίδιας τους της φύσης, σε δυο κατηγορίες: στη μια, την κατώτερη (συνηθισμένα άτομα) ή ακόμα στο κοπάδι, που το μόνο τους λειτούργημα είναι να αναπαράγει άτομα όμοια μεταξύ τους, και στους άλλους, τους αληθινούς ανθρώπους, που απολαμβάνουν το δώρο να κάνουν έτσι, ώστε νʼ αντηχήσει στον περίγυρό τους καινούργιος λόγος... Η πρώτη κατηγορία, δηλαδή το κοπάδι, αποτελείται από συντηρητικούς, συνετούς ανθρώπους που ζουν μέσα στην υπακοή, και που λατρεύουν την υπακοή... Στη δεύτερη κατηγορία: όσοι παραβιάζουν το νόμο, είναι αυτοί που γκρεμίζουν ακολουθώντας τη δική τους κλίση... Αν οι ανακαλύψεις του Κέπλερ και του Νεύτωνα δεν μπορούσαν, εξαιτίας ορισμένων συμπτώσεων, να φτάσουν ως την ανθρωπότητα, παρά μόνο μέσα απʼ τη θυσία μιας ή εκατό ανθρώπινων ζωών, ή και περισσότερων αν θέλετε, που θα στέκονταν εμπόδιο, ο Νεύτων θα έπρεπε να έχει το δικαίωμα, ή ακόμα και το καθήκον να καταργήσει αυτά τα εμπόδια...» (Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, «Έγκλημα και τιμωρία», μετ. Έλλη Αλεξίου, Βιβλιοθήκη για Όλους, 1979, σελ. 334).
Ο Ρασκόλνικοφ θεωρεί πως η κοινωνία συμμορφώνεται σε νόρμες και νόμους που δεν διαρρηγνύονται παρά απʼ τα «εξαιρετικά» πνεύματα που επιδιώκουν την αλλαγή της. Καθώς δεν υπάρχει τιμωρία χωρίς νόμο (nulla poena sine lege), ο νόμος προϋπάρχει του εγκλήματος. Έτσι, η δημιουργία νέων προτύπων, κανόνων και αξιών, προϋποθέτει τη ρήξη με τον νόμο και το πέρασμα στην «εγκληματική» συμπεριφορά. Όπως υποστηρίζει ο Αλέξανδρος Χρύσης, το ηθικό δικαίωμα στο έγκλημα που περιγράφει ο Ρασκόλνικοφ αντανακλά τη χεγκελιανή θεώρηση για τον ρόλο των μεγάλων ανδρών στην ιστορία. Εν συνεχεία, όμως, μέσα από τις αντιρρήσεις του Πέτροβιτς, η χεγκελιανή θέση ανασκευάζεται (Αλέξανδρος Χρύσης, «Έγκλημα και ιστορία: Από τη φιλοσοφία του Ντοστογιέφσκη στην πράξη του Ρασκόλνικοφ», στο A. Κουκουτσάκη (επιμ.), «Εικόνες εγκλήματος», Πλέθρον, 1999).
Η σύνδεση του εγκλήματος με την ιστορία και με την ιδέα της κοινωνικής αλλαγής μέσω της διάσπασης των κανόνων και την αδιάπτωτη αναζήτηση του διαφορετικού λόγου είναι μονάχα μία από τις όψεις του έργου του Ντοστογιέφσκι. Το έγκλημα έχει στον Ντοστογιέφσκι έναν βαθύ, εσωτερικό και απελευθερωτικό συμβολισμό. Είναι μια απελπισμένη κίνηση προς την έξω κοινωνία και μια απόπειρα αυτοπραγμάτωσης.
«Η μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ»
Όπως ο Ντοστογιέφσκι, έτσι και ο Όσκαρ Γουάιλντ (1854-1900) επανεξέτασε τις φιλοσοφικές του πίστεις όταν φυλακίστηκε το 1897 στο Ρέντιγκ για την ομοφυλοφιλική του συμπεριφορά, ύστερα από σκάνδαλο με τον πατέρα του λόρδου Άλφρεντ Ντάγκλας. Στη φυλακή έγραψε, εκτός από το «De profundis», ένα γράμμα στον Ντάγκλας και τους έξοχους στίχους της «Μπαλάντας της φυλακής του Ρέντιγκ». Η γνωριμία του με τη βαρβαρότητα της φυλακής ώθησε τον αισθητιστή Γουάιλντ στην κοινωνική απομόνωση ακόμα και μετά την αποφυλάκισή του. Η ανακάλυψη της δυστυχίας στιγμάτισε την υψηλή τέχνη του Γουάιλντ. Εκφραστής του lʼ art pour lʼart, ζούσε σαν αστός, απολαμβάνοντας εκλεπτυσμένες απολαύσεις μέσα σε κοσμικά σαλόνια και ποιητικές βραδιές. «Η πλάνη μου», γράφει στο «De profundis», «ήταν ότι καθόμουν στο ηλιόλουστο κομμάτι του κήπου κι απέφευγα τη σκοτεινή και σκιερή πλευρά του» (Όσκαρ Γουάιλντ, «De profundis», Γκοβόστης, 1990, σελ. 112).
Το πολιτικό έγκλημα
Ο Αλεξάντερ Σολζενίτσιν (1918-) αποκήρυξε τον μαρξισμό, όταν εξορίστηκε το 1950 από το σταλινικό καθεστώς στο Καζακστάν. Στο βραβευμένο με Νόμπελ βιβλίο του «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ», που εκδόθηκε το 1973, περιγράφει την προσωπική του εμπειρία αλλά και την εμπειρία πολλών άλλων κρατουμένων κατά τη σταλινική περίοδο. Η κριτική του στην ασύδοτη ποινική και κολαστική εξουσία του κόμματος ήταν τόσο δριμεία, ώστε ο ιστορικός Έρικ Χόμπσμπαουμ τον περιέγραψε ως «το σημαντικότερο καλλιτεχνικό μέσο αντίστασης στο σταλινισμό» (Eric Hobsbawm, «Η εποχή των άκρων», Θεμέλιο, 1999, σελ. 512). Ομοίως και ο Τζορτζ Όργουελ (1903-1950) με το «1984», που εκδόθηκε το 1949, κατήγγειλε τον σταλινισμό και τις μεθόδους του «Μεγάλου Αδελφού». Στο «Υπουργείο Αγάπης», οι κρατούμενοι και ειδικά αυτοί του Κόμματος βιώνουν «βασανιστήρια, παραισθησιογόνα, την καταγραφή των αντιδράσεων του νευρικού συστήματος από ευαίσθητα όργανα, βαθμιαία ελάττωση της αντίστασης από αϋπνία, απομόνωση και εξαντλητική ανάκριση».
Πολιτικός κρατούμενος υπήρξε και ο Χόρχε Σεμπρούν (1923-). Στο «Τι ωραία Κυριακή» αφηγείται την εμπειρία από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ, όπου βρέθηκε το 1943. Επίσης, στο μυθιστόρημά του «Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ» σκιαγραφούνται σκηνές αποκλεισμού των πολιτικών κρατουμένων από τους ποινικούς, όπως η σκηνή με τον «τροτσκιστή φοιτητή Κ.», που έχει φυλακιστεί για την επαναστατική του δράση στη ναζιστική Γερμανία και λοιδορείται από τους ποινικούς κρατούμενους μέχρι να κερδίσει την εύνοιά τους.
Μαρτυρίες απʼ τη φυλακή συναντώνται και στην ελληνική λογοτεχνία. Χαρακτηριστικό το «Νούμερο 31328» (1931) του Ηλία Βενέζη (1904-1973), όπου περιγράφει το χρονικό της φυλάκισής του στα «εργατικά τάγματα» της Ανατολής, απʼ όπου επέζησε μαζί με άλλους 22, απʼ τους περίπου 3.000 που είχαν φυλακιστεί. O ήρωας, κλεισμένος μέσα στο κελί, παρακολουθεί να χτυπούν τη μητέρα του, ανήμπορος να αντιδράσει. Η ίδια σχεδόν σκηνή εκτυλίσσεται και στη «Βάρδια» (1954) του Νίκου Καββαδία (1910-1975), όπου ο φυλακισμένος ήρωας απʼ το μικρό παράθυρο του κελιού κοιτάζει τη μητέρα του να σκοτώνεται. Το ντοκουμέντο «Γιούρα - Ματωμένη Βίβλος» (1984) αποτελεί συλλογή 4.000 σημειωμάτων των πολιτικών κρατούμενων, οι οποίοι περιγράφουν τις εμπειρίες τους από την εξορία, απʼ το 1947 ως το 1950. Ακόμη, ο Γιάννης Πετρόπουλος με τους «Γδάρτες ονείρων» και ο Χρόνης Μίσσιος με το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς!» συνέδραμαν με αξιομνημόνευτες μαρτυρίες για τη φυλακή, αντλώντας απʼ τα προσωπικά τους βιώματα.
Η ταυτότητα του «Ξένου»
Ο «Ξένος» (1942) του Αλμπέρ Καμί (1913-1960) αποτελεί ένα απʼ τα σπουδαιότερα έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας της φυλακής. Η γλώσσα του βιβλίου είναι κοφτή και απότομη. Ο Μερσό, ένας αδιάφορος υπάλληλος στο Αλγέρι, χωρίς κοινωνική ζωή, ζει μια ζωή γεμάτη από ασήμαντα δρώμενα. Αίφνης, πεθαίνει η μητέρα του, με την οποία είχε μια συμπλεγματική σχέση. Ο Μερσό, μετά τον θάνατο της μητέρας του, δεν δείχνει κανένα ίχνος πόνου και δεν εκφράζει κανένα πένθος. Κατόπιν, ο Μερσό σκοτώνει έναν Άραβα, φυλακίζεται και εκτελείται. Η φυλακή περιγράφεται χωρίς φραστικές υπερβολές και συναισθηματικές εντάσεις, ενώ ο σωφρονισμός αναπαρίσταται στο πρόσωπο του ιερέα, που θέλει να μυήσει τον Μερσό στη θρησκεία και να «σώσει» την ψυχή του, και σʼ αυτό του δικαστή, που εξευτελίζει τον Μερσό στη διάρκεια της δίκης. Ο Αλφρέντο Βέρντε θεωρεί πως ο Μερσό δολοφονεί τον Άραβα επειδή είναι ανίκανος να επεξεργαστεί το πένθος για τον θάνατο της μητέρας του, επειδή είναι ανίκανος να εξωτερικεύσει με άλλο τρόπο τη θλίψη για την απώλειά της, τις τύψεις που την άφησε να πεθάνει στο γηροκομείο και την απωθημένη επιθετικότητά του (Alfredo Verde, “The Innocent Murderer: Crime, Trial and Punishment in Albert Camusʼ ʽThe Outsiderʼ”, στο “Images of Crime: Representations of Crime and the Criminal in Science, the Arts and the Media”, Albrecht, Hans-Jörg, Koukoutsaki Afroditi, Serassis Telemach (eds.), Iuscrim Editions, Freiburg 2001). Πρόκειται για μια ψυχαναλυτική-φροϊδική ανάγνωση του «Ξένου».
Ορθότερη όμως φαίνεται η άποψη του Γιώργου Νικολόπουλου, ο οποίος ασκεί κριτική στην «κλινική εγκληματολογία» του Βέρντε και θεωρεί ότι το έργο αποτελεί λογοτεχνική παράφραση του δοκιμίου του Καμί «Ο μύθος του Σίσυφου» και της έννοιας του «παραλόγου» που ο Καμί εξετάζει εκεί (Γιώργος Νικολόπουλος, «Για ένα διάλογο της εγκληματολογίας με τη λογοτεχνία: Εικόνες φυλακής στον ʽΞένοʼ του A. Camus στο Α. Κουκουτσάκη (επιμ.), «Εικόνες φυλακής», Πατάκης, Αθήνα 2006, σελ. 150).
Αναπαραστάσεις της φυλακής
Η Νένη Ευθυμιάδη, με μυθιστορήματα γραμμένα μέσα σε μια ιδιότυπη noir ατμόσφαιρα, αντιμετωπίζει τη φυλακή με έναν πρωτότυπο τρόπο. Χαρακτηριστικός είναι ο ήρωας στους «Πολίτες της σιωπής» (1993) που «άκουγε στη φυλακή τα νύχια του να μακραίνουν». Στο «Χρώμα του μέλλοντος» (1988) υπάρχει ένας ενδεικτικός του ύφους της συγγραφέως διάλογος: «- Ο φίλος σου που ήταν στη φυλακή, τι κάνει; Τρόμαξα, κι ύστερα είπα σιγά: - Γράφει για τη φυλακή στα βιβλία του; Πώς ξέρεις για τη φυλακή; - Ούτε λέξη! [δε γράφει]. Όμως μιλά με τρόπο ύποπτο για τους ανοιχτούς χώρους» (Νένη Ευθυμιάδη, «Το χρώμα του μέλλοντος», Εστία, Αθήνα 1988). Αλλά και η ποιήτρια των στίχων της «Μοναξιάς», η Κατερίνα Γώγου (1940-1993), έδωσε το ιδιαίτερο ιδεολογικό στίγμα του εγκλεισμού: «Η μοναξιά... ουρλιάζοντας, κατεβάζει μʼ αλυσίδες τα τζάμια, κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής, βάζει μπουρλότο στην ιδιοκτησία, είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές, ίδιο βήμα ποινικοί κι επαναστάτες...». Στα μυθιστορήματα της Σώτης Τριανταφύλλου «Φτωχή Μάργκο» (2001) και «Υπόγειος ουρανός» (1998) περιγράφονται επίσης σκηνές φυλάκισης και καταδίκης: στο μεν πρώτο η φυλάκιση φαντάζει απόρροια της ζωής στις ΗΠΑ των Μεξικανών μεταναστών στα γκέτο, στο δε δεύτερο περιγράφεται με ζοφερά χρώματα η αμερικάνικη φυλακή και η εκεί σύνθεση των κρατουμένων.
Ποινικότητα και νομιμότητα
Ο Χέρμαν Μπροχ (1886-1951), στα βιβλία «Ες ή η Αναρχία» και «Χουγκενάου ή ο Ρεαλισμός» από την τριλογία του οι «Υπνοβάτες» (1932), παρέχει μια ειρωνική απεικόνιση της φυλακής. Οι λειτουργοί του συστήματος δεν είναι τρομακτικοί αστυνομικοί, αλλά οι γελοίες καρικατούρες ενός ετοιμόρροπου κόσμου. Πρόκειται για μια σκωπτική σκιαγράφηση όμοια με το χιούμορ του Νικολάι Γκόγκολ (1809-1852) στο «Παλτό» (1842) και στον «Επιθεωρητή» (1836). Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ (1899-1977) στην «Αληθινή ζωή του Σεμπαστιάν Νάιτ» (1941) εκκινεί απʼ την κριτική της ρώσικης φυλακής για να φτάσει στην κριτική της γενικής κατάστασης της χώρας. Άξιο μνείας και το θεατρικό «Εσείς οι απέξω» (1941) του Ουίλιαμ Σαρογιάν (1908-1981).
Πρόκειται για ένα θεατρικό έργο που διαδραματίζεται στη φυλακή, με μοναδικό σχεδόν ήρωα έναν βιαστή. Βασισμένο στον ψυχαναγκαστικό μονόλογο του ήρωα, το μονόπρακτο σκιαγραφεί την πορεία του ήρωα προς την παράκρουση. Στο μονόπρακτο «Αντρειωμένος» των Χ. Χολ και Ρ. Μίλντμας, ο Ντέικ έχει καταδικαστεί για φόνο και σε λίγο θα εκτελεστεί. Το όνομά του, Ντέικ, είναι ψεύτικο. Δεν αποκαλύπτει το πραγματικό του όνομα για να μη μάθει τίποτα η οικογένειά του μέσω εφημερίδων. Λίγο πριν εκτελεστεί του ανακοινώνεται ότι κάποια κοπέλα θέλει να τον δει, επειδή πιστεύει πως είναι αδερφός της, αν και έχει να τον δει πολλά χρόνια και δεν τον αναγνωρίζει. Η εκτέλεση καθυστερεί. Όταν τελικά βρίσκονται οι δυο τους, αυτός αποφεύγει όλες τις ερωτήσεις σχετικά με το ποιος είναι κι από πού έρχεται. Η κοπέλα πείθεται να φύγει. Πριν όμως φύγει, του απαγγέλλει κάποιους στίχους απʼ το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», που συνήθιζε να λέει με τον αδερφό της όταν ήταν παιδί. Εκείνος δεν αντιδρά. Φεύγει έχοντας πειστεί πως δεν είναι ο αδελφός της. Όταν όμως ο Ντέικ μένει μόνος, συνεχίζει νʼ απαγγέλλει τους σαιξπηρικούς στίχους που ξεκίνησε η αδερφή του.
Σημαντικά για τη λογοτεχνία της φυλακής και τα έργα του Ζαν Κλοντ Ιζό (1945-2000). Στο «Μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας» (1995) περιγράφεται μια Μασσαλία που αποτελείται από ανήλικους Άραβες μετανάστες χωρίς μέλλον, ευυπόληπτους πολίτες, ψηφοφόρους του Εθνικού Μετώπου, έφηβους που ξεκινούν την εγκληματική σταδιοδρομία τους, μαθητές που πριν ενηλικιωθούν γνωρίζουν τη φυλακή και μαφιόζους με ακριβά αυτοκίνητα και καλές σχέσεις με την αστυνομία και την τοπική διοίκηση. Η ίδια ατμόσφαιρα παρακμής και στο «Τσούρμο», όπου και περιγράφεται η ιστορία του Αρνό, ο οποίος βρίσκεται στη φυλακή ενώ πεθαίνει ο πατέρας του. Στην «Έμμονη αγάπη» (1997) του Ίαν Μακ Γιούαν (1948-) συναντάμε μια κατάσταση όπου ο Τζόνι, που δουλειά του είναι η διανομή χασίς στα προάστια του Λονδίνου, αρχίζει να χάνει έδαφος. Η διανομή περνάει τώρα στο οργανωμένο έγκλημα και η μικρή εγκληματικότητα εξαϋλώνεται προς όφελος των επιχειρηματιών. Στο «Τσάι στη Σαχάρα» (1949) του Πολ Μπόουλς (1910-1999), εμφανίζεται ένα περιθωριακό θέμα, η γυναικεία εγκληματικότητα. Η Γιασμίνα είναι μια νεαρή μητροκτόνος που συλλαμβάνεται και οδηγείται στην τοπική φυλακή, μέχρι να μεταφερθεί στο Αλγέρι. Η συζήτηση με τον υπολοχαγό σκιαγραφεί τον σεξισμό των αρχών.
Επιλογικά
Η λογοτεχνία της φυλακής αποτελεί την αισθητική άρνηση της τιμωρίας, το εγχείρημα της «ύβρης των υβριστών» του Ζενέ και μια έσχατη δοκιμή επανασυναρμογής του κόσμου. Εκείνο που φαίνεται να λέει η λογοτεχνία της φυλακής είναι πως υπάρχει στον έγκλειστο ένας απαραβίαστος προσωπικός χώρος, ανέγγιχτος από κάθε σωφρονισμό, έξω από θεσμούς και έξω απʼ την κοινωνία, και ταυτόχρονα ένα μʼ αυτήν. Εκφράζεται η ενάντια και ατίθαση ατομική στιγμή του εγκλείστου και η εσωτερική αλήθεια του, μια αλήθεια που μόνο η λογοτεχνική γλώσσα μπορεί να ενανθρωπίσει.
Ετικέτες
Λογοτεχνία,
φυλακή
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Μπράβο !! αναλυτικότατη προσέγγιση θα έλεγα..
ΑπάντησηΔιαγραφήδες γράμμα κρατουμένου στις φυλακές και θα κατανοήσεις καλύτερα τι υφίστανται οι άνθρωποι στον εγκλεισμό τους ..
Ονομάζεται Χρήστος Καραμπίνης και είναι άλλος ένας κρατούμενος που ζει την κόλαση του εγκλεισμού. Αλλά αυτά στους αναγνώστες και τις αναγνώστριες της «Εποχής» είναι γνωστά. Η περίπτωση, όμως, του Χρήστου είναι ιδιάζουσα. Ζει σε αναπηρικό καροτσάκι με πολλαπλά προβλήματα υγείας. Πάσχει από σχιζοφρένεια, ενδεχομένως από σκλήρυνση κατά πλάκας, διαβητικός που τον έχει καθηλώσει καθώς δεν μπορεί να σηκωθεί ή να γυρίσει πλευρό στο κρεβάτι του. Παραμένει στη φυλακή σε πείσμα όσων υποστηρίζουν ότι το εξπρές του μεσονυχτίου είναι απλώς μια κινηματογραφική ταινία. Δημοσιεύουμε βασικά σημεία της επιστολής που μας έστειλε. «Bλέπω ότι η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ μας δουλεύουνε κανονικά και εμάς τους κρατούμενους και εσάς. Γιατί; Εγώ είμαι στη φυλακή από τις 24.4.2004 για ναρκωτικά. Είμαι τοξικομανής και έχω σχιζοφρένεια παρανοειδούς τύπου. Αυτό το λένε οι επιστήμονες. (Σημ. Εποχής: στη διάθεσή μας οι σχετικές γνωματεύσεις γιατρών από διάφορα κρατικά νοσοκομεία. Οι γιατροί υποστηρίζουν ότι για τον συγκεκριμένο ασθενή η αντιμετώπιση του συνόλου των ψυχιατρικών προβλημάτων είναι εφικτή μόνο σε οργανωμένη μονάδα ειδικού ψυχιατρικού νοσοκομείου).
Επίσης, δύο χρόνια τώρα είμαι στο νοσοκομείο των φυλακών με ζαχαροδιαβήτη. Ποτέ δεν μου έχουν δώσει δίαιτα για διαβητικούς. Έχουν μια δίαιτα αλλά δεν είναι για μας. Μας δίνουνε συνέχεια μακαρόνια, πατάτες, πουρέ, ρύζι, άσπρο ψωμί. Αυτά είναι θάνατος για τους διαβητικούς. Από τη μια μου κάνουνε ινσουλίνη και έχω το πρωί 28 μονάδες και το βράδυ 20 μονάδες και πάλι έχω ζάχαρο ανεβασμένο. Πήγα και στον εισαγγελέα αλλά τίποτα. Το μόνο που μου είπε η διευθύντρια του νοσοκομείου ήταν «κρατούμενε να τρως πιο λίγο».
Έχω άσθμα και παίρνω οξυγόνο από μπουκάλα συνέχεια και Aerolin τα βράδια για να μην κάνω θόρυβο γιατί στο θάλαμο ήμαστε 12 άτομα, ενώ σύμφωνα με τα τετραγωνικά έπρεπε να είμαστε οι μισοί. Να είχαμε ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες να τρώμε σαν άνθρωποι. Έχω δύο χρόνια στο νοσοκομείο και ακόμα δεν ξέρουνε τι έχω στη μέση μου και στο δεξί μου πόδι και βρίσκομαι σε αναπηρικό καρότσι συνέχεια. Τα φάρμακα πρέπει να πηγαίνω στο φαρμακείο να τα παίρνω. Κανείς δεν τα φέρνει εκτός και αν με πάει κάποιος άλλος κρατούμενος. Όσο για τους γιατρούς δεν έρχονται ποτέ στους θαλάμους για να μας δούνε αν ζούμε ή αν πεθάναμε. Στα δύο χρόνια μου έχουνε κάνει μια αξονική τομογραφία που δείχνει κάτι. Εγώ όμως δεν ξέρω τίποτα.
Πριν μπω στη φυλακή περπάταγα κανονικά και μάλιστα δούλευα στου Ψυρρή τρία χρόνια συνέχεια. Το πρόβλημα με το πόδι μου υπήρξε από τότε που με συνέλαβαν. Το ξύλο που έφαγα ήταν αλύπητο. Μέχρι που μου σπάσανε την πάνω μασέλα και από κάτω το ένα δόντι. Έπεσα λιπόθυμος από το ξύλο. Μου ρίξανε νερό και ήρθα στα καλά μου. Όταν συνήλθα κατάλαβα ότι είχε σπάσει η μασέλα και το δόντι. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Τότε μου δώσανε κάτι χαρτιά και τα υπέγραψα. Ούτε που μπορούσα να τα διαβάσω γιατί δεν είχα τα γυαλιά μου. (Σημ. Εποχής: Στη συνέχεια περιγράφει ότι αρκετά αργότερα επικοινωνεί με τον δικηγόρο του και όταν φτάνει στην ανακρίτρια τις αναφέρει όσα έγιναν και πως υπέγραψε όλα αυτά τα χαρτιά.)
Τελικά με προφυλάκισαν στο Ναύπλιο. Μου είπανε να κοιμηθώ κάτω στο τσιμέντο. Εγώ δεν μπορούσα να το κοιμηθώ έτσι. Τους είπα βάλτε με στο πειθαρχείο. Στο τέλος βρέθηκε ένα κρεβάτι, αλλά επάνω. Μια δυο και άρχισαν να παρουσιάζονται πολλαπλά προβλήματα στην υγεία μου. Αργότερα εμφανίστηκαν ζαλάδες και μια μέρα έπεσα λιπόθυμος. Η δίαιτα που μου έδιναν δεν ήταν για διαβητικούς. Συγκρατούμενοί μου με πήραν σηκωτό γιατί δεν υπήρχαν τραυματιοφορείς. Με πήγαν στο ιατρείο, αλλά δεν υπήρχε γιατρός για να με εξετάσει. Ευτυχώς η νοσοκόμα με βοήθησε και αργότερα με μετέφεραν στο νοσοκομείο του Ναυπλίου. Ο γιατρός μου είπε ότι από σήμερα θα παίρνεις ινσουλίνη και τη δίαιτα θα τη γράψω εγώ.
Γύρισα στη φυλακή, αλλά πάλι τα ίδια. Μου έκαναν μεταγωγή στις φυλακές του Κορυδαλλού, αλλά και εκεί μου έδιναν φαγητό που δεν αρμόζει σε διαβητικούς.
Άρχισα να γκρινιάζω και είχα ένα λεκτικό διαξιφισμό με έναν δεσμοφύλακα. Από εκείνη τη στιγμή πέρασα τρία πειθαρχικά. Μου άλλαζαν συνεχώς ακτίνα. Τέλος βρέθηκα στη Γ ακτίνα και ένα βράδυ δεν αισθάνθηκα καλά, δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Με πήγαν στο ιατρείο. Ο γιατρός είπε ότι πρέπει να με μεταφέρουν επειγόντως στο νοσοκομείο των φυλακών. Άρχισαν τα μεγάλα προβλήματα. Μπουκάλες με οξυγόνο και σταδιακά δεν μπορούσα να περπατήσω. Στις εξετάσεις οι γιατροί βρήκαν κάτι, αλλά δεν ήξεραν τι.
Από τότε βρίσκομαι σε αναπηρικό καροτσάκι γιατί δεν μπορούσα με το «πι». Το βράδυ, αν θέλω να γυρίσω πλευρό πρέπει να κρατιέμαι από τα σίδερα με τα χέρια γιατί η μέση μου δεν με κρατάει καθόλου. Ένας φυσιοθεραπευτής μου είπε «Χρήστο νομίζω ότι έχεις σκλήρυνση κατά πλάκας». Έχω υπόλοιπο ποινής έξι χρόνια. Καλύτερα να μου κάνουνε ένεση για να πεθάνω. Δεν αντέχω άλλο. Ένας συγκρατούμενός μου, που ονομάζεται Δήμος Λιακόπουλος, του έχουν κόψει το πόδι από το ζάχαρο και τώρα έχει σαπίσει και το άλλο. Τώρα, αν ρωτάτε πόσοι έχουν πεθάνει εδώ μέσα θα τρελαθείτε. Ο μόνος καλός άνθρωπος είναι ο .... (Σημ. Εποχής: αναφέρει όνομα) Και ο γιατρός μου είναι καλός, αλλά τι να κάνει και αυτός...
Είμαστε πολλοί κρατούμενοι και το νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού είναι το μοναδικό σε όλη την Ελλάδα. Δεν μιλάμε για ηπατίτιδα, για φυματίωση και ούτε συζήτηση για καθαριότητα. Η κοινωνική λειτουργός είναι καλή κοπέλα, αλλά τι να κάνει και αυτή. Το νοσοκομείο και το ψυχιατρείο είναι για ζώα. Αλλά και αυτά θα υπέφεραν».
Όχι στα αναπηρικά καροτσάκια από το νοσοκομείο του Κορυδαλλού
Ύστερα από αίτημα των κρατουμένων του Νοσοκομείου του Κορυδαλλού, η Πρωτοβουλία για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων εξασφάλισε από δωρεές 5 καινούρια αναπηρικά καροτσάκια, τα οποία κάναμε αίτημα στη διεύθυνση του νοσοκομείου να παραδώσουμε σε αυτούς που τα έχουν ανάγκη. Προς μεγάλη μας έκπληξη η διεύθυνση του Νοσοκομείου αρνήθηκε την προσφορά μας με την πρόφαση ότι έχουν καροτσάκια, τα οποία δίνονται στους ασθενείς όταν κριθεί αυτό απαραίτητο από τον γιατρό. Εμείς αναρωτιόμαστε γιατί αρνούνται αφού έχουμε επώνυμες καταγγελίες που μιλούν για ανθρώπους με ακρωτηριασμένα πόδια και για κατάκοιτα άτομα που παραμένουν καθηλωμένοι στο κρεβάτι επειδή το Νοσοκομείο δεν έχει να τους δώσει καροτσάκια. Αναρωτιόμαστε γιατί ένα Νοσοκομείο αρνείται καινούριο ιατρικό εξοπλισμό που του δίνεται δωρεάν; Γιατί ενώ καταγγέλλονται συνέχεια ελλείψεις στο Νοσοκομείο από τους εργαζόμενους, η διεύθυνση βάζει εμπόδια για να διορθωθεί η κατάσταση;
Αυτή τη στιγμή τα καροτσάκια παραμένουν στα γραφεία της «Εποχής» στα κουτιά τους αντί να βοηθούν κάποιους που τα έχουν ανάγκη. Αγανακτούμε με αυτή την κίνηση απανθρωπιάς και αδιαφορίας και ελπίζουμε η διεύθυνση του Νοσοκομείου να αλλάξει γνώμη και να κινηθεί στα πλαίσια του σεβασμού στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.