Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2009

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ (Τ- 4) ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΤΙΚΟ!

ΑΥΤΟ ΤΟ ΥΠΕΡΑΝΩ ΠΑΣΗΣ ΝΟΣΗΡΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΦΑΡΜΟΣΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΑ ΝΑΖΙΣΤΙΚΑ ΚΤΗΝΗ ΚΑΙ ΙΣΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΟΥ Γ΄ΡΑΪΧ



Αυτή η αφίσα αναφέρει: "60000 RM (Μάρκα του Ράιχ) είναι το ισόβιο κόστος αυτού του ανάπηρου ατόμου για την κοινωνία. Σύντροφε, αυτά είναι και δικά Σου λεφτά. Διάβασε το "Νέοι Άνθρωποι", την μηνιαία έκδοση του Γραφείου για την Φυλετική Πολιτική του NSDAP (Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος)".

Το Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4 (Aktion T-4) πήρε το όνομά του από την Tiergartenstraße (Tiergartenstrasse) αριθ. 4. του Βερολίνου όπου ήταν η έδρα της υπεύθυνης για την εφαρμογή του Υπηρεσίας. Ήταν το επίσημο όνομα του προγράμματος ευγονικής της Ναζιστικής Γερμανίας, το οποίο εκτελούσε δυναμικά μαζικές στειρώσεις και ευθανασία σε "ανεπιθύμητα" στοιχεία του πληθυσμού στη Γερμανία και στις κατεχόμενες από τους Ναζιστές περιοχές. Υπολογίζεται ότι συνολικά 200.000 άνθρωποι θανατώθηκαν ως αποτέλεσμα αυτού του προγράμματος.

Εφαρμογή και σκοπός

Το πρόγραμμα τέθηκε σε εφαρμογή από τον Αδόλφο Χίτλερ, λειτούργησε υπό τον έλεγχο του επικεφαλής της Καγκελαρίας Φίλιπ Μπούλερ (Philip Bouhler) και του Δόκτορα Καρλ Μπραντ (Karl Brandt), με επικεφαλής τους Βέρνερ Χάιντε (Werner Heyde) και Πάουλ Νίτσε (Paul Nitsche). Σε αυτό συμμετείχαν εξέχουσες προσωπικότητες του ιατρικού κόσμου της Ναζιστικής Γερμανίας.

Σκοπός του προγράμματος ήταν να διατηρήσει την λεγόμενη "γενετική καθαρότητα" του γερμανικού πληθυσμού και να εξοντώσει ορισμένα στοιχεία του πληθυσμού των κατεχόμενων περιοχών μέσω συστηματικής θανάτωσης εκείνων που θεωρούνταν παραμορφωμένοι, πηρομελείς, ανάπηροι ή άτομα που έπασχαν από διανοητικές ασθένειες. Ανάπηρα παιδιά απομακρύνονταν από τις οικογένειές τους και τοποθετούνταν σε ειδικά νοσοκομεία. Το πρόγραμμα στη συνέχεια επεκτάθηκε, ώστε να περιλάβει και ενηλίκους, αν και οι περισσότεροι ανάπηροι ενήλικες είχαν ήδη υποστεί υποχρεωτική στείρωση ως αποτέλεσμα του γερμανικού "Νόμου για την Πρόληψη Απογόνων των Κληρονομικώς Ασθενών".

Οι Ναζιστές χαρακτήριζαν τους φόνους αυτών που θεωρούσαν "χαραμοφάηδες" ως "φόνους από οίκτο", αν και, λόγω των διαστάσεων που πήραν, της έλλειψης συγκατάθεσης από τα ίδια τα θύματα ή τους συγγενείς τους και του πραγματικού κινήτρου, που ήταν η ευγονική, κάποιοι από τους συγχρόνους τους και αργότερα παρατηρητές ομολόγησαν ότι οι θάνατοι ήταν απλά μια μορφή μαζικής δολοφονίας με πρόσχημα την Ιατρική.

Ιστορικό του προγράμματος

Οι πρώτες εκκαθαρίσεις έλαβαν χώρα στην ψυχιατρική Κλινική της Οβίνσκα (Owinska) της κατεχόμενης Πολωνίας στις 22 Σεπτεμβρίου 1939 και ακολούθησαν σύντομα παρόμοιες πράξεις στο υπόλοιπο της χώρας που είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 26.000 ψυχασθενών.Μέχρι την προσωρινή διακοπή του προγράμματος από τον Χίτλερ στις 19 Αυγούστου 1941, λόγω των διαμαρτυριών από ηγετικές προσωπικότητες της Εκκλησίας και συγγενείς των θυμάτων, 70.000 άτομα είχαν ήδη εκτελεστεί. Όμως, αυτή η δημόσια αντίδραση απλώς επιβράδυνε το πρόγραμμα και οι δολοφονίες συνεχίστηκαν με μεγαλύτερη μυστικότητα. Μέλη του προσωπικού που είχαν εκπαιδευτεί κάτω από αυτό το πρόγραμμα συνέχισαν αργότερα τις δραστηριότητές τους στα Ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης.

Οι περισσότερες από τις προσωπικότητες που ξεχώρισαν κατά τη διεξαγωγή του προγράμματος, όπως ο Γιόζεφ Μένγκελε, είχαν ενεργή ανάμειξη και στην ανάπτυξη της τεχνολογίας των θαλάμων αερίων που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος και συμμετείχαν στην σύσταση των στρατοπέδων στο Μπέλζεκ, στην Τρεμπλίνκα και στο Ζομπίμπορ της Επιχείρησης Ράινχαρντ. Εκτός από το διαβόητο στρατόπεδο του Άουσβιτς-Μπίρκεναου, αυτά αποτέλεσαν τα κύρια κέντρα εξόντωσης με τη χρήση αερίων για εκατομμύρια ανθρώπους.

Μέχρι το τέλος του 1941, ο ένας στους τρεις ασθενείς των ψυχιατρικών ιδρυμάτων της Γερμανίας είχε θανατωθεί, σε εφαρμογή αυτού του Προγράμματος, είτε μέσω άμεσων μεθόδων είτε μέσω ασιτίας, με αποτέλεσμα 93.000 επιπλέον θανάτους. Το πρόγραμμα ανεστάλη, ύστερα από εντολή του Χίτλερ, επειδή τα αίτια θανάτου των υπό "θεραπεία" αναπήρων ανήμπορων και ψυχικά ασθενών, που αναγράφονταν στα πιστοποιητικά θανάτου που αποδίδονταν στις οικογένειές τους, ήταν σχεδόν όμοια μεταξύ τους και ήδη είχαν εγερθεί σοβαρές υποψίες. Επιπλέον, ο τρόπος απόδοσης της στάχτης των αποτεφρωμένων νεκρών ήταν αρκετά περίεργος: Η οικογένεια ελάμβανε μια λήκυθο με τις στάχτες του συγγενούς προσώπου, η οποία δεν έφερε ούτε καν μια διακριτική ετικέτα.

Στις 3 Αυγούστου 1941 ο καθολικός Επίσκοπος (και ευγενής) Κλέμενς φον Γκάλεν (Clemens von Galen) στο κήρυγμά του στον Καθεδρικό Ναό του Μίνστερ (Münster) επιτέθηκε φραστικά στο Πρόγραμμα, χαρακτηρίζοντάς το ως "καθαρή δολοφονία". Η δημοσιότητα που έλαβε αυτό το κήρυγμα ανάμεσα στον Καθολικό πληθυσμό της χώρας θορύβησε την Ναζιστική ηγεσία, οδηγώντας την στην επίσημη αναστολή του Προγράμματος.

Φυσικά, η αναστολή αυτή ήταν προσωρινή. Τον Αύγουστο του 1942 το πρόγραμμα είχε αρχίσει και πάλι να "λειτουργεί", με περισσότερη όμως προσοχή, καθώς τα θύματα δεν δηλητηριάζονταν με μονοξείδιο του άνθρακα, αλλά θανατώνονταν με υπερβολικές δόσεις φαρμάκων ή με τη βοήθεια ενέσεων με δηλητήριο. Η εφαρμογή του Προγράμματος δεν γινόταν πλέον μόνο σε πέντε κλινικές αλλά σε περισσότερες, διεσπαρμένες σε όλη τη Γερμανία και την Αυστρία. Το Πρόγραμμα σταμάτησε να εκτελείται μόνον όταν έληξε ο Πόλεμος.

Υπολείμματα

Η πρακτική της ευθανασίας που εφαρμόστηκε τότε στη Γερμανία δεν έληξε, όπως προαναφέρθηκε, το 1941. Γιατροί και νοσοκομειακό προσωπικό συνέχισαν τη δράση τους σε διάφορα νοσοκομεία της Γερμανίας και της Αυστρίας. Οι δολοφονίες και η εσκεμένη παραμέληση των ασθενών γίνονταν με τέτοιο τρόπο ώστε να αποσοβήσουν τις υποψίες του γερμανικού πληθυσμού. Όμως, δεν λήφθηκαν τέτοιες προφυλάξεις κατά την εξόντωση ανθρώπων στις κατεχόμενες περιοχές. Οι βαναυσότητες και η βία αναφέρονταν και καταγράφονταν. Υπολογίζεται ότι συνολικά και μέχρι τη λήξη του Προγράμματος θανατώθηκαν περίπου 200.000 άτομα.

Ορισμένοι από τους ιατρούς και τους νοσηλευτές που έλαβαν μέρος στο Πρόγραμμα προσήχθησαν σε δίκες.Όμως, δεν προσήχθησαν όλοι ενώπιον της δικαιοσύνης. Αρκετό καιρό μετά τη σύσταση των Γερμανικών κρατιδίων, το 1949, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι που είχαν συμμετάσχει στην ευθανασία διέφευγαν τη δίωξη και παρέμεναν μέσα στο Γερμανικό σύστημα υγείας, ασκώντας κανονικά το ιατρικό ή νοσηλευτικό επάγγελμα.

ΠΗΓΗ: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου